Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

διατελώ μετά

См. также в других словарях:

  • διατελώ — (AM διατελῶ, έω) [διατελής] βρίσκομαι σε ορισμένη κατάσταση νεοελλ. 1. (ευγενική κατάληξη επιστολής) («διατελώ μετά τιμής, μεθ υπολήψεως») 2. φρ. «διατελῶ ὑπό τινα» είμαι κάτω από την εξουσία κάποιου αρχ. 1. περατώνω, εκπληρώνω 2. εξακολουθώ να… …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… …   Dictionary of Greek

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • κραιπαλώ — (Α κραιπαλῶ, άω) [κραιπάλη] είμαι μεθυσμένος, διατελώ σε κατάσταση μέθης («ἐξῆλθε κραιπαλῶν εἰς τὸ στάδιον», Πολ.) νεοελλ. διάγω ακόλαστο βίο, ασωτεύω αρχ. 1. έχω πονοκέφαλο μετά από υπερβολικό μεθύσι («ἐχθὲς ὑπέπινες, εἶτα νυνὶ κραιπαλᾷς»,… …   Dictionary of Greek

  • χρηματίζω — ΝΜΑ, και σε επιγρ. χρησματίζω Α [χρῆμα, χρήματος] μέσ. χρηματίζομαι κερδίζω χρήματα με αθέμιτα μέσα νεοελλ. ασκώ μια ιδιωτική ή δημόσια υπηρεσία, διατελώ («έχει χρηματίσει δήμαρχος») μσν. 1. καλώ, ονομάζω 2. (μτβ. και αμτβ.) α) υπολογίζω ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»